- αὐτομάτων
- αὐτόματοςacting of one's own willfem gen plαὐτόματοςacting of one's own willmasc/neut gen plαὐτόματοςacting of one's own willmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταὐτομάτων — αὐτομάτων , αὐτόματος acting of one s own will fem gen pl αὐτομάτων , αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen pl αὐτομάτων , αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
αυτοματικός — ή, ό 1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του 2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματική η τεχνική της παραγωγής αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
εκλαμπτήρας — ο μηχάνημα τών αυτόματων φάρων με τη βοήθεια τού οποίου εκπέμπονται φωτεινές δέσμες που προέρχονται από εκλάμψεις μικρής διάρκειας … Dictionary of Greek
λαιά — και λεῑα και λέα, ἡ (Α) 1. στον πληθ. λαιαί λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων τού όρθιου ιστού 2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας] … Dictionary of Greek
μεταγωγή — η (Α μεταγωγή) [μετάγω] μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση νεοελλ. 1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές 2. το σύνολο τών χειρισμών που… … Dictionary of Greek
τηλεπληροφορική — η, Ν τεχνολ. συνδυασμός τεχνολογιών τών τηλεπικοινωνιών και τής πληροφορικής, ο οποίος αποσκοπεί στην εξ αποστάσεως μεταβίβαση δεδομένων και ενεργοποίηση αυτόματων διεργασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. teleinformatique < tele … Dictionary of Greek
φλογοκρύπτης — ο, Ν στρ. εξάρτημα τών αυτόματων όπλων κατάλληλο για την απόκρυψη τής φλόγας που βγαίνει κατά τη βολή από το στόμιο τής κάννης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + κρύβω / κρύπτω] … Dictionary of Greek
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek